-
1 штиль
штильм ἡ νηνεμία, ἡ γαλήνη:мертвый \штиль ἡ ἄκρα γαλήνη. -
2 штиль
мор. η νηνεμία, η μπουνάτσα (ξεν.). мёртвый - απόλυτη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штиль
-
3 νηνεμία
η безветрие, штиль -
4 штиль
[στιλ'] ουσ α. νηνεμία, γαλήνη -
5 штиль
[στιλ'] ουσ α νηνεμία, γαλήνη -
6 штиль
-я α. παλ.νηνεμία, γαλήνη, μπουνάτσα, κάλα. -
7 Баллы Бофорта
Βαθμίδες μποφόρ (Bcaufort)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > Баллы Бофорта
-
8 γαληνη
дор. γᾰλάνᾱ (λᾱ) ἥ1) безветрие, штиль(λευκέ γ. Hom.; νηνεμία τε καὴ γ. Plat.; γαλῆναι καὴ εὐδίαι Arst.)
2) спокойное море, морская гладь(γ. ὁμαλότης θαλάττης, sc. ἐστίν Arst.)
ἐλάαν γαλήνην Hom. — плыть по спокойному морю3) спокойствие, безмятежность, ясность(φρόνημα νηνέμου γαλάνας Aesch.; ἐν γαλήνῃ ποιεῖν τι Soph.; γ. ἡσυχία τε Plat.; σοφία καὴ γ. Plut.)
4) гален, сернистый свинец Plin. -
9 мёртвый
επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы1. νεκρός, πεθαμένος•-ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•
приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.
2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•мёртвый вид νεκρική όψη•
-ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•
на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•
мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•
-ые знания νεκρές γνώσεις•
-ые краски εξίτηλα χρώματα.
3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.εκφρ.- ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•- ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•- ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.4. (αερπ.) το λούπιγκ•- ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•- ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•- ая природа – νεκρή φύση•- ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά.